εξάγνιση

εξάγνιση
η
βλ. εξαγνισμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξάγνιση — η [εξαγνίζω] εξαγνισμός …   Dictionary of Greek

  • μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • περικάθαρμα — τὸ, Α [περικαθαίρω] 1. καθαρμός, εξάγνιση 2. μτφ. (για πρόσ.) απόβρασμα τής κοινωνίας, κάθαρμα («ὡς περικαθάρματα τοῡ κόσμου ἐγεννήθημεν», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • Ούνσετ, Zίγκριντ — (Sigrid Undset, Κάλουντμποργκ, Δανία 1882 – Λιλεχάμμερ 1949). Νορβηγίδα συγγραφέας. Τα δύο πρώτα της έργα Η κυρία Μάρθα Όουλιε (1907) και Η ευτυχισμένη ηλικία (1908), βγαλμένα από τη ρεαλιστική παρατήρηση του περιβάλλοντος και των ανθρώπων του… …   Dictionary of Greek

  • εξαγνισμός — εξαγνισμός, ο και εξάγνιση, η 1. η αφαίρεση κάθε ηθικής ακαθαρσίας, ο ηθικός καθαρμός, ηθικοποίηση. 2. η αποβολή της ηθικής ρύπανσης που προέρχεται από έγκλημα, ο εξιλασμός, η αποκάθαρση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηθικοποίηση — η 1. η διάπλαση ηθικού χαρακτήρα, η ηθική διαπαιδαγώγηση. 2. η εξάγνιση, ο εξαγνισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”